ορνιθογονος

ορνιθογονος
    ὀρνιθόγονος
    ὀρνῑθό-γονος
    adj. f рожденная птицей, т.е. Зевсом, принявшим образ лебедя
    

(Ἑλένη Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορνιθογονος" в других словарях:

  • ορνιθόγονος — ὀρνιθόγονος, ον (Α) (ποιητ., ως προσωνυμία τής Ελένης, κόρης τής Λήδας και τού κύκνου) αυτός που γεννήθηκε από γονική σπορά πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + γονος (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθόγονον — ὀρνῑθόγονον , ὀρνιθόγονος sprung from a bird masc/fem acc sg ὀρνῑθόγονον , ὀρνιθόγονος sprung from a bird neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθογονία — ὀρνιθογονία, ἡ (Α) [ορνιθόγονος] 1. η γένεση τών πτηνών 2. ως κύριο όν. Ὀρνιθογονία τίτλος συγγράμματος το οποίο μνημονεύεται από τον Φιλόχορο …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθογόνους — ὀρνῑθογόνους , ὀρνιθόγονος sprung from a bird masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»